anel-eam-logo

Εισαγωγικό απόσπασμα από το υπό έκδοση βιβλίο του υποψήφιου Ευρωβουλευτή Γιώργου Λ. Κόκκα.

Θα περίμενε κανείς πως οι κοινωνίες του 20ου του αιώνα των ραγδαίων εξελίξεων σε ζωτικούς τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας, θα ήταν ικανές να εξασφαλίσουν στον σύγχρονο άνθρωπο όλες εκείνες τις προϋποθέσεις για μια ζωή άνετη, ευχάριστη και δημιουργική, όπου το άτομο θα έβρισκε την θέση που του αρμόζει μέσα στο σύνολο, μέσα στην κοινωνία. Όμως η σύγχρονη πραγματικότητα έρχεται να διαψεύσει αυτές τις προσδοκίες και ελπίδες των παλαιοτέρων και μάλιστα με τον πιο οδυνηρό τρόπο.

Και για να μην πηγαίνουμε μακριά, αρκεί μόνο να παρατηρήσουμε την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στη χώρα μας, τον τρόπο ζωής και το περιβάλλον του σύγχρονου Έλληνα.

Μια πρώτη παρατήρηση είναι πως είμαστε και τις πιο πολλές φορές νιώθουμε εγκλωβισμένοι, είτε ζούμε σε μεγαλουπόλεις, είτε σε επαρχιακές είτε σε χωριά. Και αυτό το αίσθημα του εγκλωβισμού δεν είναι βέβαια τυχαίο, ούτε περιστασιακό ούτε αναφέρεται σε μεμονωμένες περιπτώσεις. Είναι καθολικό και καθοριστικό για την πορεία μας σαν άτομα και σαν έθνος.

Η έλλειψη επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων, η αποπροσωποίηση των σχέσεων, η απουσία νέων εθίμων που να πηγάζουν από την σύγχρονη αντίληψη για τη ζωή και τις ποικίλες εμφανίσεις της και που εκφράζουν τη διάθεση του σύγχρονη ανθρώπου για διασκέδαση, αναψυχή, γνωριμία με άλλα άτομα και κοινωνικές ομάδες, η τυποποίηση στη συναναστροφή και τόσα άλλα δίνουν μια ζοφερή εικόνα της ζωής μέσα στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία.

Ακόμα και τα έθιμα που κατάφεραν να νικήσουν το φθοροποιό χρόνο και να επιζήσουν ως τις μέρες μας, είτε έχουν μόνο παραδοσιακά στοιχεία /(θρησκευτικές τελετές κτλ), είτε στερούνται ουσίας και αυθορμητισμού, που έδωσαν τη θέση τους στην τυποποίηση. Γι’ αυτό άλλωστε δεν γεύονται και τη χαρά που ένιωθαν οι δημιουργοί τους των οποίων τις ψυχικές ανάγκες εξέφραζαν. Τότε, στην κλειστή κοινωνία του χωρίου και του μικρού πληθυσμού και έκταση χώρου οι άνθρωποι, στερούμενοι και των μέσων μαζικής ενημέρωσης δεν έρχονταν συχνά σε επαφή με τον έξω γι αυτούς κόσμο. Και ήταν φυσικό να αναζητούν τη διασκέδαση και την επαφή με τους άλλους ανθρώπους μέσα από εκδηλώσεις που οι ίδιοι με δική τους έμπνευση οργάνωναν. Έτσι, εξέφραζαν τις τάσεις, τις ανάγκες και τον ψυχισμό τους. Πολύ λίγα είναι εκείνα (π.χ. καρναβάλι) που δίνουν την ευκαιρία για αυθόρμητη διασκέδαση και αυτόνομο τελετουργικό, όπως ακριβώς το θέλουν και το διαμορφώνουν – με βάση την έμπνευση τους τα μέλη που συμμετέχουν, εδώ και τώρα, χωρίς δεσμεύσεις από το παρελθόν.

Σε όλες τις σύγχρονες μορφές διασκέδασης το άτομο παραμένει μονάχα θεατής, είναι αδρανές, δέχεται μηνύματα χωρίς να δίνει και να ανταλλάσσει απόψεις.

Η εξειδίκευση στην επιστήμη δημιούργησε εξειδίκευση και στην τέχνη με αποτέλεσμα τα πάντα να παρασύρονται από τους αυτοσκοπούς. Ο καλλιτέχνης σπάνια δημιουργεί συνήθως αναπαράγει δημιουργήματα άλλων.

Μια άλλη παρατήρηση είναι πως όλοι μας –λίγο ή πολύ- έχουμε πια συνηθίσει να ανεχόμαστε οι περισσότεροι μάλιστα αδιαμαρτύρητα ή χωρίς να το συνειδητοποιούμε – την επιβολή μιας συλλογικής συνείδηση σε όλους μας που μας καταπιέζει συχνά, χωρίς δυνατότητες να απεγκλωβιστούμε, που μας επιβάλλει συμπεριφορές που αυτόνομα δεν θα επιλέγαμε. Έτσι για παράδειγμα, δεσπόζει η συλλογική συνείδηση του να γίνουν – αν είναι δυνατό- όλα τα παιδιά επιστήμονες καις το βωμό αυτή της αντίληψης θυσιάζονται χρόνος, χρήμα, πολύτιμες δυνάμεις, προσωπικές επιλογές και όχι σπάνια η ψυχολογική ισορροπία του ατόμου. Από την άλλη μεριά, έρχεται η μόδα να βιάσει κάθε προσωπική προτίμηση και να στραγγαλίσει κάθε επιθυμία για αυθόρμητη επιλογή στο ντύσιμο, στη διασκέδαση σε κάθε τομέα δράσης. Γενικά, ο τρόπος που ζούμε, που καταναλώνουμε, που δημιουργούμε μοιάζει να είναι κοινός για τους περισσότερους ανθρώπους, σα να είμαστε όλοι βγαλμένοι από το ίδιο καλούπι ή πιόνια κάποιας ανεξέλεγκτης δύναμης.

Δεν είναι παρακινδυνευμένο να πούμε πως σήμερα, οι έλληνες του Περικλή, του Μ. Αλέξανδρου, του Ρ. Φεραίου και του Κοραή, είμαστε ένας λαός χωρίς ταυτότητα. Έχουμε εθνική ανεξαρτησία κατακτημένη με βασανισμούς και θανάτους ανθρώπων που για αιώνες συντελούσαν στο να έρθουμε στη ζωή. Έχουμε πλέον την ελευθερία να αυτό-προσδιοριζόμαστε, μια ελευθερία και δυνατότητα που κερδίσθηκε μέσα από το γνώριμο πόνο και τους θρήνους χιλιάδων ελληνίδων μητέρων για το χαμό των παιδιών τους και προγόνων μας, για τον κατατρεγμό ενός διαρκώς αγωνιζόμενου λαού. Επίσης χιλιάδες χιλιάδων αγωνιστές και συνειδητοποιημένοι άνθρωποι αγωνίστηκαν και αγωνίζονται σπαταλώντας τη ζωή τους με την ένταξη τους σ’ ένα κόμμα, που κάποτε θα μπορούσε να φέρει καλύτερες ανθρώπινες σχέσεις και συνθήκες (ελευθερία, ισότητα, αδελφοσύνη), που κι αν ακόμα ήταν σε θέση να πάρει την εξουσία θα μετατόπιζε τα υπάρχοντα προβλήματα καθώς αντί να αναζητά στην πράξη, καλύτερες σχέσεις, θα εξαντλούσε τη δραστηριότητα του στο να πείσει (πειθαναγκαστικά ή καταναγκαστικά) τους άλλους που δεν ανήκουν στο συγκεκριμένο κόμμα να το δεχτούν. Πάντα, βέβαια, οι άνθρωποι που μπορούν να προσφέρουν περιμένουν τη σειρά τους να έρθει το κόμμα τους στην εξουσία για να προσφέρουν, ενώ όταν αυτό το κόμμα είναι εκτός εξουσίας μόνο κριτικάρουν και προσπαθούν να πάρουν την εξουσία από τους άλλους διαιωνίζοντας το διχασμό των ανθρώπων. Και είναι ειρωνεία να σκέφτεται κανείς ότι όλοι αυτοί θα μπορούσαν μαζί με τους συντρόφους που οι ίδιοι επέλεξαν και επιλέχτηκαν να φτιάξουν στην πράξη την κοινότητα των οραματισμών τους με σωστές σχέσεις και ποιότητα ζωής.

 Κι όμως, αφήνουμε αυτούς τους αγώνες αδικαίωτους. Γιατί δεν χρησιμοποιούμε την ελευθερία και την ανεξαρτησία που με τις γνωστές θυσίες τους πρόσφεραν για να ζήσουμε όπως εμείς θέλουμε, για να αποκτήσουμε μια κοινωνική δομή που μας συμφέρει, για να έχουμε τους πολιτικούς θεσμούς που μας εκφράζουν.

Ακολουθούμε – ακούσια ή εκούσια πρότυπα ζωής και διοίκηση που άλλοι λαοί ελεύθερα, μα κάτω από διαφορετικές συνθήκες δημιούργησαν (π.χ. αντιγράψαμε την εργατική αστική νομοθεσία που καθορίζει την καθημερινή μας ζωή), μιμηθήκαμε τη γαλλική διοικητική συγκεντρωτική κρατική δομή και έτσι δημιουργήθηκε η τερατόμορφη πρωτεύουσα μας που χει σε βάρος της υπόλοιπης χώρας, …. Τον αμερικάνικο τρόπο ζωής, περνώντας τον καιρό μας με το άγχος το κέρδους, των T.V. κτλ, εντασσόμαστε σε κόμματα που προσπαθούν να επιβάλλουν το σοβιετικό ή το κινέζικο πολιτικό μοντέλο στην Ελλάδα.

Έτσι, θρασύτατα προδίδουμε όλους αυτούς τους αγώνες των προγόνων μας, αφού δεν έχουμε τη θέληση και συχνότερα την τόλμη να δημιουργήσουμε τους καινούργιους θεσμούς που χρειαζόμαστε και καινούργιες σχέσεις μεταξύ μας τις οποίες και επιθυμούμε και μας ταιριάζουν. Ακόμα, προδίδουμε τις βαθύτερες ρίζες μας, τους αρχαίους Έλληνες που αποτελούν και την αφετηρία της ύπαρξης μας ως λαός, όταν δεν έχομε το θάρρος ούτε να εκφράσουμε αυτό που θέλουμε, ούτε να το κάνουμε μετά και πράξη.

Εκείνοι, δρώντας στους ίδιους χώρους, με το ίδιο κλίμα και περιβάλλον ασχολούνταν με τα ποικίλα πραγματικά προβλήματα της ζωής (πολιτικοί θεσμοί, σχέσεις, επιστήμες, φιλοσοφία, διασκέδαση) και ζούσαν όπως ήθελαν, εκεί και τότε, χωρίς να μιμούνται ξένα πρότυπα, άλλων υφιστάμενων πολιτισμών (αιγυπτιακό, Περσικό, Βαβυλωνιακό κτλ). Δεν προσπαθούσαν να εφαρμόσουν αυτούσια τα ξένα συστήματα αλλά δημιούργησαν με αυθορμητισμό δικά τους που ήταν τόσο αληθινά και κοντινά στην ανθρώπινη φύση, ώστε ακόμα δεν έχουν ξεπεραστεί.

Ενώ εμείς (απαρίθμηση μερικών προτύπων) και θέλουμε να λέμε ότι είμαστε απόγονοι τους και εκμεταλλευόμαστε οικονομικά (με τον τουρισμό ή με τους Ολυμπιακούς Αγώνες) την ύπαρξη των αρχαίων Ελλήνων, χωρίς να είμαστε στοιχειώδης αντάξιοι τους ως προς τα παραπάνω. Σκοτώνουμε με τις επιτροπές λογοκρισίας την ελευθερία έκφρασης, αλλοτριώνουμε τη βούληση μας, πνίγουμε τη δημιουργικότητα μας και υποκλινόμαστε στους ξένους θεσμούς. Προτιμάμε να παραμένουμε μαριονέτες στα χέρια ξένων και να τους μιμούμαστε με προχειρότητα και αμφίβολη επιτυχία. Και δεν πετυχαίνουμε εκείνα που θαυμάζουμε στους ξένους (οργάνωση, εργασία κτλ) γιατί σε μας ταιριάζουν με τον τρόπο που εκείνοι τα βιώνουν. Και αυτή η ασυμφωνία είναι το τραγικότερο στοιχείο της σύγχρονης Ελλάδας. Γιατί έχουμε και την έμπνευση, και την προδιάθεση και το ταμπεραμέντο που μπορεί να μας κάνει πραγματικά ανεξάρτητους. Και τρανταχτές αποδείξει για αυτό αποτελούν οι διεθνούς αναγνώρισης συνεχεία επιτυχίες ελλήνων στον καλλιτεχνικό, επιστημονικό και οικονομικό κυρίως χώρο που όμως δρουν μεμονωμένα.

Τελικά, δεν τολμάμε να δείξουμε αυτή την εθνική μας ταυτότητα και να την υλοποιήσουμε σε θεσμούς και σε ανθρώπινες σχέσεις που μας ταιριάζουν, που να μας κάνουν τη ζωή πιο ευχάριστη και πιο ανθρώπινη . Έτσι, δικαιολογημένα οι ξένοι δε θεωρούν πως έχουμε ουσιαστική σχέση με το μεγαλείο των αρχαίων μας προγόνων. Δικαιολογημένα, προς το παρόν και μέχρις ότου αποφασίσουμε να σπάσουμε τις πολιτικές και κυρίως πολιτιστικές εξαρτήσεις μας από τους ξένους, και να δημιουργήσουμε αυτό που θέλουμε και μου μας ταιριάζει. Και είναι σίγουρο πως πηγαία «θα σπάσουν τα τσόφλια» και θα αναβλύσει όλη η πλούσια ζωντάνια μας και το ιδιότυπο ταμπεραμέντο μας. Και είναι βέβαιο πως μετατρεπόμενο σε έργα θα αναβλύζει με τόσο μεγάλη πίεση εξ αιτίας της συσσωρευμένης καταπίεσης αιώνων, που πολύ σύντομα θα πλημμυρίσει αυτή η χώρα με νέους θεσμούς, νέες μορφές ζωής, νέα δημιουργήματα που θα προκαλέσουν και πάλι τον παγκόσμιο θαυμασμό και την εκτίμηση, καθώς και την πεποίθηση ότι είμαστε αντάξιοι και καλύτεροι απόγονοι των αρχαίων μας προγόνων.

Αλλά και στον τομέα της πολιτικής, των πολιτικών θεσμών η σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα μόνο ρόδινη δεν είναι. Να πως λειτουργεί η πολιτική δραστηριότητα στο σύγχρονο δυτικό κόσμο.

Μερικοί πολίτες κυβερνούν και οι υπόλοιποι τους πολεμούν, δυναμιτίζουν κάθε τους προσπάθεια, με σκοπό να τους φθείρουν και να πείσουν τους πολλούς αδιάφορους να ψηφίσουν τους άλλους. Όταν αυτοί με τη σειρά τους κυβερνήσουν, οι άλλοι, οι «αντιπολιτευόμενοι», θα ακολουθήσουν την ίδια τακτική δηλαδή θα κάνουν το παν για να φθείρουν την παρούσα κυβέρνηση κ.ο.κ.

Και αυτό συμβαίνει από τα κεντρικά βασικά κόμματα, που υποτίθεται ότι εκπροσωπούν τα συμφέροντα του λαού στο κοινοβούλιο, μέχρι τον κάθε μαζικό φορέα και κλάδο όπου βρίσκονται τα υποκατάστατα τους στους αγρότες, στους εργάτες, στους φοιτητές και γενικότερα σε κάθε σύλλογο επαγγελματιών.

Αυτή η κατάσταση ίσως να δικαιολογείτο πριν από δύο αιώνες, όταν οι περισσότεροι ήσαν αγράμματοι, αδαείς περί τα πολιτικά ή σε επίπεδα «προβληματικός καφενείου?» τότε χρειάζονταν τα κόμματα αρχών που αναλάμβαναν να εκπροσωπήσουν τα γενικότατα συμφέροντα επίσης γενικότατων κοινωνικών ομάδων, οπότε πάλι οι κυβερνώντες, ή οι ισχυροί (μειοψηφία) των κομμάτων περνούσαν τις θέσεις τους στους υπόλοιπους που για διάφορους λόγους συμμετείχαν στο κόμμα (π.χ. από φιλοδοξία, για επίδειξη, από πλέγμα κουλτουροφάνειας ή πολιτικοφάνειας κτλ). Έτσι περνούσαν και εξακολουθούν να περνούν τις θέσεις τους οι ισχυροί, με επιφανειακές ή και πότε – πότε ουσιαστικές δημοκρατικές διαδικασίες. Μ’ αυτό τον τρόπο, αυτοί οι λίγοι «καπάτσοι» «έκοβαν κι έραβαν» και άμα το κόμμα τους έπαιρνε την εξουσία κυβερνούσαν κιόλας αυθαιρετώντας και καταπιέζοντας.

Όμως, τώρα μπαίνουμε στον 21ο αιώνα, το πνευματικό επίπεδο του κόσμου έχει ανέβει. Στην Ελλάδα-αναπτυσσόμενη ακόμα χώρα- από το 1940 50.000 άνθρωποι το χρόνο παίρνουν πτυχία ανωτάτων σχολών, ενώ το απολυτήριο γυμνασίου ή λυκείου θεωρείται στην αγορά εργασίας μηδαμινής αξίας από πλευρές γνώσεων. Παρόλα αυτά δεν παύει να είναι ενδεικτικό κάποιων ουσιαστικών γνώσεων, όσο και μιας στοιχειώδεις ή σημαντικής προβληματικής που αναπτύχθηκε στον κάτοχο του. Μια προβληματική πολύ σημαντική και αξιόλογη σε σύγκριση με εκείνη την εμπειρική που είχε ο παππούς του. Όμως τα πολιτικά και τα γενικότερα δικαιώματα του εξακολουθούν να παραμένουν τα ίδια με εκείνα του παππού του. Δηλαδή, ψηφίζει κάθε τέσσερα χρόνια ένα κόμμα γενικότατων τάσεων που βέβαια εκπροσωπεί γενικότατα συμφέροντα και επιδιώξεις, που κάνει αβέβαιες ως προς την ορθότητα τους υποχωρήσεις για να εξασφαλίσει μερικές ψήφους παραπάνω.

Και σε περίπτωση που ενδιαφέρεται και ο ίδιος για την πολιτική, πρέπει να ενταχθεί σ’ ένα από αυτά τα πλέγματα ασαφών και γενικότατων τάσεων και συμφερόντων, σταγόνα στον ωκεανών των άλλων αμφιβόλου ηθικής και ποικίλων φιλόδοξων σταγόνων που σε κάθε στιγμή μπορούν για μια θέση που τους προσφέρεται να κάνουν αποστασίες, παραχωρήσεις, συμβιβασμούς, πρέπει να συνεργαστεί και να συμβιβαστεί μ’ αυτές τις άλλες σταγόνες σε κοινά προγράμματα και αγώνες, να εκχωρήσει στοιχεία της ζωής και της προσωπικότητας του στο κόμμα. Και συνήθως αν και όταν έρθει αυτή η πολυπόθητη εξουσία, παραμερίζεται από τις πονηρές και καπάτσες σταγόνες… Τότε θα μένει παραπονεμένος κι αν κάνει πως φωνάζει και διεκδικεί τα δικαιώματα που του ανήκουν με βάση τους κόπους του, του δίνουν κάποιο τα δημόσια official που λυμαίνονται και το «το βουλώνει» ικανοποιημένος. Σε περίπτωση που είναι ευσυνείδητος και θέλει να βοηθήσει τον τόπο, κάνε κάποιες προσπάθειες από την θέση που το έδωσαν. Τότε διαπιστώνει το χάος που προκύπτει από τα συσσωρευμένα και ποικίλα προβλήματα. Πολυσύνθετα περιστατικά μπερδεύονται και αλληλοαναιρούνται. Φτιάχνει κανόνες, βγάζει διατάγματα και κανονισμοί αλλά αναπόφευκτα υπάρχουν και εξαιρέσεις, εξαιρέσεις αναγκαίες και αναπόφευκτες μπροστά στα δικαιολογημένα προβλήματα και στις ιδιοτυπίες ορισμένων περιστατικών, αφού αυτό το κράτος ή οργανισμός του οποίου η διοίκηση του ανατέθηκε είναι τεράστιο και αντιφατικό από την φύση του. Προσπαθεί να εντάξει σε κοινά καλούπια τα βουνά, τα νησιά και τις πεδιάδες είτε τα καλούπια να αναφέρονται στην κοινωνική περίθαλψη του κόσμου, είτε στη διασκέδαση του, είτε στη δουλεία του, είτε στην εκπαίδευση του, είτε στους νόμους που ρυθμίζουν τις σχέσεις κράτους και πολιτών ή τις σχέσεις των πολιτικών μεταξύ του. Οι ιδιοτυπίες, όμως, της κάθε περίπτωσης τον αναγκάζουν να βάζει στους κανόνες και ορισμένες μικρό-εξαιρέσεις όπως είπαμε καλόπιστα.

Τεχνικά, αυτές τις εξαιρέσεις τις εκμεταλλεύονται διάφορα άσχετα πρόσωπα από εκείνα για τα οποία προορίζονται γιατί πρόκειται, βέβαια, για τα λεγόμενα «παραθυράκια» του νόμου.

Η σταγόνα που τόσο μόχθησε στη ζωή της ως τώρα, τα βλέπει όλα αυτά και συνειδητοποιώντας τα μπλοκάρεται, μπερδεύεται. Ο φόρτος της δουλειάς είναι πολύς. Δε μένει καιρός για πολλές θεωρίες και τάσεις για βελτίωση, που άλλωστε σα βελτίωση θα βλάψει όσους εκμεταλλεύονται το στραβό που υπάρχει. Και αυτοί ίσως φανούν χρήσιμοι κάποια μέρα αφού σημαίνουν ψήφους σε δεδομένες στιγμές.

Εξάλλου, υπάρχει και η οικογένεια, η προσωπική και οικογενειακή ζωή. Τι να πρωτοκάνει; Στο μεταξύ έχει γεράσει και κουραστεί σε σχέση με την εποχή που έκανε όνειρα. Μέχρι να ξανά προβληματιστεί γενικά, η τον έχουν πάρει από τη θέση του για να «βολέψουν» και κανέναν άλλο που μόχθησε για το κόμμα, ή έχει χάσει το κόμμα στο οποίο πίστευε και για το οποίο εργάστηκε στα νιάτα του, στις τελευταίες εκλογές, οπότε μοιραία, θα μπουν στο officiο που χειριζόταν οι αντίστοιχες σταγόνες του άλλου κόμματος που κέρδισε στις εκλογές, για να κάνουν και αυτοί τις ίδιες διαπιστώσεις με τον προκάτοχο τους, ή μπορεί και να έχει εγκαταλείψει το μάταιο τούτο κόσμο, οπότε δε χρειάζεται καν να ξαναπροβληματιστεί….

Βέβαια, αυτά που είναι η ευτυχέστερη εξέλιξη στην πορεία κάποιας σταγόνας μέσα στο κόμμα, δε συμβαίνουν σε όλους όσους εργάστηκαν γι’ αυτό. Συμβαίνουν στους τεχνοκράτες και στους νομικούς (το 80% κάθε βουλευτικού σώματος είναι κατά μέσω όρο νομικοί) που ξέρουν κάπως το λαβύρινθο και δεν σκοντάφτουν σ’ αυτόν. Οι άλλοι επιστήμονες, οι γιατροί, οι μαθηματικοί, οι φυσικοί, οι αρχιτέκτονες καθώς και πολλοί άλλοι τι κάνουν; Αυτοί δεν κατέχων έστω στοιχειώδης γνώσεις για το λαβύρινθο γιατί διέσπασαν τα χρόνια της εκπαίδευσης για να μάθουν άλλες επιστήμες, επιστήμες που δεν έχουν σχέση με τη διοίκηση ανθρώπων από ανθρώπους. Επιστήμες που πηγαίνουν τον άνθρωπο στο φεγγάρι, για να δέχεται συγχαρητήρια, να τον δείχνει η τηλεόραση και για να καμαρώνει ο πρόεδρος ή ο πρωθυπουργός που τον έστειλε.

Και απορούν οι επιστήμονες αυτοί βλέποντας του συνομήλικους τους, οι οποίοι στα μαθητικά τους χρόνια, χωρίς να είναι πιο έξυπνοι απ’ αυτούς (πολλές φορές γινόταν το αντίθετο) κατέληγαν στο «κλασσικό», σε θεωρητικούς κλάδους γιατί δεν μπορούσαν να παρακολουθήσουν τις πρακτικές επιστήμες και από το «κλασσικό» στις νομικές και οικονομικές επιστήμες να λυμαίνονται τώρα στη διοίκηση της χώρας και αυτών των ιδίων, όχι επειδή ήσαν πιο έξυπνοι, αλλά επειδή είτε συμπτωματικά, είτε από διαφορετική ψυχολογία κατά τη διάρκεια της εφηβικής ηλικίας πήραν άλλη κατεύθυνση και μετά τις κατάλληλες γνώσεις.

Σε αυτές τις Ευρωεκλογές ψηφίζουμε πρωτίστως πολιτικές
και δευτερευόντως πολιτικούς!

Για την πολιτική του
ψηφίζουμε Γιώργο Λ. Κόκκα!

Αρχείο