direct-democracy-and-representative-democracy

Το συνταγματικό δημοψήφισμα1 αφορά είτε τη θέση σε ισχύ ενός (νέου) Συντάγματος (συντακτικό) είτε την τροποποίηση του ισχύοντος ολικώς ή μερικώς (αναθεωρητικό). Το πρώτο κείται ουσιαστικά εκτός δικαίου, ή πάντως βρίσκεται στην κόψη μεταξύ πολιτικού και νομικού, δεδομένου ότι δεν υπάρχει ή δεν τηρείται το προηγούμενο Σύνταγμα. Με το αναθεωρητικό δημοψήφισμα θεσπίζονται νέοι συνταγματικοί κανόνες, τροποποιούνται ή καταργούνται παλιοί, κατά τα ήδη προβλεπόμενα στο Σύνταγμα.

Ιδεοτυπικά, ως απόρροια και δραστηριότητα συναφής προς τη συντακτική, και δεδομένου ότι η συντακτική εξουσία στο δημοκρατικό συνταγματικό κράτος ανάγεται στον λαό, η αναθεωρητική λειτουργία συνέχεται με τη λαϊκή κυριαρχία, περισσότερο από ό,τι η άσκηση των υπόλοιπων συντεταγμένων λειτουργιών, και δη της νομοθετικής. Ομοίως, αναθεώρηση και δημοψήφισμα αποτελούν διαδικασίες που αφορούν θεμελιώδη και σπουδαία ζητήματα και εμφανίζονται σπανιότερα και με πιο πανηγυρικό τρόπο, σε σύγκριση με την κοινή νομοθεσία.

Αυτό δεν σημαίνει ότι τα δημοψηφίσματα πρέπει να αφορούν μόνο την αναθεωρητική διαδικασία, μια και τότε θα ήταν πολύ περιορισμένα θεματικά και ποσοτικά, αλλά ότι την αφορούν κατεξοχήν. Τα συνταγματικά δημοψηφίσματα είναι κατά κανόνα αποφασιστικά, αν και δεν αποκλείεται κάποια να είναι και συμβουλευτικά. Επίσης μπορεί να προβλέπονται ρητά, είτε ως υποχρεωτικά εκ του Συντάγματος είτε ως προαιρετικά, δηλαδή βάσει διακριτικής ευχέρειας κάποιου κρατικού οργάνου.

Δεν αποκλείεται ακόμη ως συνταγματικό το δημοψήφισμα να μην προβλέπεται μεν ειδικά, αλλά να εμπίπτει στη γενική διάταξη περί προκήρυξής του· σπανιότερα δε αποκλείεται ρητά εκ του Συντάγματος (π.χ. στο άρθρο 118§3 πορτογαλικού Συντάγματος). Πάντως, παρά τις επιμέρους διαφορές, η αντίληψη ότι είναι δημοκρατικά ορθό το νέο Σύνταγμα να διέλθει ανάμεσα από τις συμπληγάδες της λαϊκής ετυμηγορίας είναι διαδεδομένη και μάλλον κυρίαρχη στον ενωσιακό χώρο.

Στο ελληνικό Σύνταγμα δεν προβλέπεται συνταγματικό, και δη αναθεωρητικό, δημοψήφισμα. Θα μπορούσε, όμως, να βρει κανείς αρκετά δικαιοπολιτικά επιχειρήματα υπέρ της εισαγωγής του μέσω αναθεώρησης, σε συνδυασμό με την απλοποίηση και βράχυνση της αναθεωρητικής διαδικασίας. Ιδίως η απεξάρτηση της ολοκλήρωσης της αναθεωρητικής διαδικασίας από τη διάλυση της Βουλής θα απελευθέρωνε την τελευταία από την ανάγκη ομαδοποίησης πολλών και διαφορετικών αναθεωρητέων συνταγματικών διατάξεων και θα καθιστούσε δυνατή την άμεση εμπλοκή του λαού στην αναθεώρηση κάθε συγκεκριμένης διάταξης ή ενός συστήματος σχετικών μεταξύ τους διατάξεων. Όσο πειστική και αν είναι δικαιοπολιτικά η θέση ότι ο λαός πρέπει να είναι ο τελικός κριτής κάθε αναθεώρησης, δεν μπορεί να γίνει δεκτή de constitutione lata. Το κενό αυτό μπορεί και πρέπει να καλυφθεί μόνο με συνταγματική αναθεώρηση.

Άρθρο της Λίνας Παπαδοπούλου (Αν. καθηγήτριας Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ)

Πηγή: ethnos.gr

Αρχείο