Aπόσπασμα από το υπό έκδοση βιβλίο του υποψήφιου Ευρωβουλευτή Γιώργου Λ. Κόκκα.
Σε όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνα όλες οι προτάσεις για οργάνωση της οικονομικής ζωής των ανθρώπινων κοινωνιών σε ολόκληρη την υφήλιο, κυμάνθηκαν στο δίπολο της λεγόμενης ελεύθερης οικονομίας και της λεγόμενης κατευθυνόμενης οικονομίας, με διάφορες ενδιάμεσες παραλλαγές της λεγόμενης μικτής οικονομίας δηλαδή το λεγόμενο μικτό κράτος που προσπαθούσε να συνυπάρχει με την επιχειρηματικότητα που εξέφραζαν οι λεγόμενες σοσιαλδημοκρατικές θεωρίες και οι ανιχνεύσεις της λεγόμενης κεντροαριστεράς. Αποτέλεσμα ήταν η εφαρμογή των θεωριών αυτών αφενός στα εθνικά κράτη της λεγόμενης Δύσης με κυρίαρχα πρότυπα στις Αγγλοσαξονικές χώρες (κυρίως ΗΠΑ και Μεγάλη Βρετανία), ενώ το πρότυπο της κατευθυνόμενης οικονομίας, βασισμένο στις μαρξιστικές και συναφής αντιλήψεις εφαρμόστηκε στις ανατολικές – λεγόμενες- χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού (με κυρίαρχα πρότυπα την τότε Σοβιετική Ένωση και την Κίνα).
Ο λεγόμενος τρίτος κόσμος και το κίνημα των αδεσμεύτων, που εξέφρασε τάσεις διαφορετικών μοντέλων οικονομίας κυρίως στις Αφρικανικές χώρες και σε πρώην αποικίες της ιμπεριαλιστικής δύσης αναζήτησε οικονομικά μοντέλα βασισμένα στις κοινοτικές παραδόσεις των φύλλων και στη λεγόμενη αυτοδιαχείριση χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Στις εφαρμογές τους (με προεξέχουσα την ενωμένη τότε Γιουγκοσλαβία, υπό τον Τίτο και την Ινδία ή μεμονωμένες απόπειρες σε χώρες της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής, που όμως δεν επέτρεψε ο ασφυκτικός έλεγχος δικτατόρων που υποκατέστησαν στα δήθεν ανεξάρτητα κράτη τους αποικιοκράτες να ευδοκιμήσουν).
Ήδη στις αρχές του 21ου αιώνα με την πλήρη κατάρρευση του σοσιαλκομμουνιστικού μοντέλου της κεντρικά κατευθυνόμενης οικονομίας επικράτησαν καταλυτικά οι λεγόμενες αγορές σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης. Το αποτέλεσμα αυτού ήταν ένας αχαλίνωτος καπιταλισμός με την εποπτεία του διεθνούς νομισματικού ταμείου και άλλων διεθνών οργανισμών που σχηματίζουν τις λεγόμενες τρόικες να κατακτούν οικονομικά ακόμα και χώρες του νότου της Ευρωπαϊκής ένωσης με δυσβάστακτους όρους και με μια κατευθυνόμενη οικονομία από αρπακτικά διεθνή αμοιβαία κεφάλαια που καταλύουν κάθε έννοια δημοκρατίας. Ενώ άβουλοι πολιτικοί δήθεν εκλεγμένοι αντιπρόσωποι των λαών προδίδουν κατά ένα απίστευτο και ανάλγητο τρόπο τους πολίτες εντολείς τους και υποτίθεται ότι νομιμοποιούν πολιτικά ανάλγητες πολιτικές που εξοντώνουν τους ανθρώπους οικονομικά, κατακρεουργούν τον ορυκτό, υποθαλάσσιο και κάθε άλλο δημόσιο πλούτο και καθιστούν τις οικονομίες αυτών των χωρών , που ανάμεσά τους δυστυχώς συμπεριλαμβάνεται και η Ελλάδα, τελείως υπόδουλες στους κερδοσκόπους καπιταλιστές. Αυτή η κατάσταση δεν διαφέρει, τουλάχιστον στην Ελλάδα του 2014 από τις περιόδους της Τουρκοκρατίας, της Φραγκοκρατίας και της Ρωμαιοκρατίας και τα φορολογικά ‘χαράτσια’ που επιβάλλονται στους κατοίκους της υπερβαίνουν πλέον και τα πραγματικά χαράτσια των κατακτητών του ελληνισμού. Επειδή η οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα έχει γίνει πλέον αφόρητη επιβάλλεται η άμεση εξεύρεση αμεσοδημοκρατικών λύσεων στην οικονομία της , αφού βέβαια δεν θα πρέπει να σχετίζονται με τα αποτυχημένα μοντέλα που την οδήγησαν σε αυτή τη δραματική κατάσταση, όπως είχαν πολλές ευκαιρίες να τα εφαρμόσουν στη χώρα επί τεσσαρακονταετία, μετά τη λεγόμενη μεταπολίτευση, τόσο οι θιασώτες της ελεύθερης οικονομίας με τις κυβερνήσεις της Νέας Δημοκρατίας, όσο και οι σοσιαλκομμουνιστές κυρίως με τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ αλλά και συγκυβερνήσεις με την αριστερά έως και το ΚΚΕ κατά τα έτη 1990-1991. Όλες αυτές οι εκδοχές διακυβέρνησης και οικονομικών λύσεων από όλο το υπάρχον πολιτικό σύστημα κατέληξαν, χωρίς κανένα πραγματικό αποτέλεσμα, αφού ο όποιος πλούτος υπήρξε δεν βασίστηκε σε παραγωγική οικονομία, αλλά σε επιδοτήσεις της τότε ΕΟΚ και ήδη Ευρωπαϊκής Ένωσης και σε εξωτερικούς δανεισμούς απίστευτους σε ύψους ποσών που κατέστρεψαν ολοσχερώς την οικονομία της Ελλάδας.
Συνεπώς καθίσταται πλέον αναγκαία η ανεύρεση νέων οικονομικών μοντέλων βασισμένων στις πλουτοπαραγωγικές δυνατότητες της Ελλάδας, που είναι τεράστιες. Εξαιτίας κυρίως του άριστου κλίματος των περιβαλλοντικών δυνατοτήτων που δίνουν οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και του ορυκτού και υποθαλάσσιου πλούτου της χώρας, που αν συνδυαστούν με τις συνεταιριστικές και κοινοτιστικές παραδόσεις των Ελλήνων που σε εξίσου δύσκολους καιρούς που σε διάφορους ιστορικούς χρόνους προκάλεσαν οικονομική ανάπτυξη της χώρας και περιοχών της, μπορεί σίγουρα να προκύψει το ίδιο. Όμως για να γίνει αυτή η ανάπτυξη θα πρέπει οι Έλληνες να αποβάλλουν τον συντηρητισμό τους και την συνεχιζόμενη εκδήλωση ανασφάλειας που τους αναγκάζει να επιλέγουν συνεχώς αποτυχημένες πολιτικές λύσεις εμπιστευόμενοι πολιτικά κόμματα που δήθεν θα τους σώσουν και να εμπιστευτούν τις αρχές ενός άλλου πολιτειακού και πολιτικού μοντέλου άμεσης δημοκρατίας που το βιβλίο αυτό πραγματεύεται. Έτσι θα ανακτήσουν οι ίδιοι την πλήρη λήψη αποφάσεων από αυτούς και όχι από πολιτικούς δήθεν αντιπροσώπους τους, σύμφωνα με τις αρχές που επιβάλει η κοινωνία σύγχρονων εκκλησιών του δήμου σε όλη τη χώρα. Δηλαδή, θα πρέπει η ελληνική οικονομία να βρει ένα μοντέλο πέρα από τον αχαλίνωτο ατομικιστικό κεφαλαιοκρατικό σύστημα και πέρα από τα ισοπεδωτικά οικονομικά μοντέλα των σοσιαλιστικών και κομμουνιστικών προταγμάτων, ένα μοντέλο ανάπτυξης που θα βασίζεται στις πραγματικές ανάγκες του ελληνικού λαού και θα συνδέεται με το δύσκολο ταμπεραμέντο και τις ιδιοσυγκρασίες των Ελλήνων που μετατρέπουν αρνητικά τα ξενόφερτα οικονομικά μοντέλα ενώ οι ίδιοι οι Έλληνες διαπρέπουν ως άτομα στο εξωτερικό ή όταν λειτουργούν πραγματικά ελεύθεροι, δυστυχώς υπό συνθήκες κρίσεως, στο εσωτερικό. Το μοντέλο αυτό οικονομικής ζωής βασίζεται στην περιφερειακή οικονομική ανάπτυξη, όπου όλες οι ελληνικές τοπικές κοινωνίες θα μπορούν αυτόνομα να αναζητούν το βέλτιστο τρόπο λειτουργίας της τοπικής οικονομίας τους, αξιοποιώντας κατάλληλα τόσο το έμψυχο, όσο και το φυσικό περιβάλλον της κάθε περιοχής χωρίς καμιά ουσιαστική καθοδήγηση ή επιβολή νόμων από κεντρικά- Αθηναιοκεντρικά υπουργεία εθνικής οικονομίας και οικονομικών. Είναι βέβαιο ότι η τοπική ανάπτυξη θα επέλθει αυτονόητα όταν οι κάτοικοι κάθε νομού της Ελλάδας, δηλαδή, κάθε μεσαίας πόλης και με τα χωρία του ευρύτερου ζωτικού τους χώρου, συνεπικουρούμενη με τους ντόπιους ομογενείς και τα κεφάλαια που αυτοί διαθέτουν, γνωρίζουν πολύ καλύτερα πως θα αναπτύξουν τον τόπο τους από όποιους γραφειοκράτες μανδαρίνους επιβάλλουν δήθεν εθνικές οικονομικές πολιτικές και δήθεν αναπτυξιακούς νόμους πανελλήνιας εφαρμογής, που αποδεικνύονται αντεθνικές οικονομικές πολιτικές και αντιαναπτυξιακοί τελικά νόμοι.
Είναι βέβαιο ότι αν πχ οι νησιωτικές περιοχές της χώρας μπορούν αυτόνομα και με πραγματική αυτοδιοίκηση ανεξάρτητη από τις όποιες πολιτικές της Αθήνας και των υπουργείων , χαράξουν αναπτυξιακή πολιτική, όπως και ηπειρωτικές κτηνοτροφικές ή περιοχές ορεινού τουρισμού (πχ νομός Γρεβενών) απεξαρτηθούν από τις κεντρικές οικονομικές επιλογές και καθορίσουν μόνες τους τον Φ.Π.Α και τους άλλους φόρους που θα πρέπει να καταβάλλουν οι κάτοικοι και οι επενδυτές σε καινοτομικές επιχειρήσεις στην περιοχή τους θα δημιουργούσουν πολλαπλάσια ανάπτυξη από την σημερινή υπό ανάπτυξη που προκαλεί οποιοδήποτε πολιτικό κόμμα ανέρχεται στην εξουσία για να διοικήσει ολόκληρη την Ελλάδα από την Αθήνα .
Το οικονομικό λοιπόν μοντέλο που αναπτύσσεται από την διοικητική δομή της εφαρμοσμένης ΣΕΔοκρατίας βασίζεται στη λήψη των οικονομικών αποφάσεων από τους ίδιους τους μετέχοντας στην κάθε τοπική οικονομία παραγωγούς, καταναλωτές, παρόχους και χρήστες υπηρεσιών και ειδικών γνώσεων, δηλαδή στους κατοίκους κάθε ανθρωποπεριοχής (νομού) της χώρας μας, που μέσα από τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων στις σύγχρονες εκκλησίες του δήμου τους καθορίζουν και την οικονομική ανάπτυξη της περιοχής τους. Καθοριστικό στοιχείο για την εξοικονόμηση οικονομικών πόρων και συνεπώς την επένδυση των κεφαλαίων που εξοικονομούνται τοπικά αποτελεί η οργάνωση της κοινωνίας σε κοινότητες οικονομικής και κοινωνικής αλληλεγγύης συμπολιτών. Δηλαδή, παύει η σπατάλη αγορών κάθε οικιακού εξοπλισμού από κάθε μεμονωμένο καταναλωτή ατομικά ή νοικοκυριό και αγοράζεται μόνο ο αναγκαίος αριθμός συσκευών οικιακού εξοπλισμού που εξυπηρετούν την κάθε κοινότητα, όπως έχουν αναλύσει στα σχετικά κεφάλαια του πονήματος αυτού. Ταυτόχρονα οι πόροι που εξοικονομούνται διατίθενται είτε για πρόσβαση των μελών – εταίρων κάθε κοινότητας σε περισσότερα και ποιοτικότερα τεχνολογικά αγαθά ή υπηρεσίες, που δεν θα είχαν την δυνατότητα να αποκτήσουν ατομικά ή ως μεμονωμένα νοικοκυριά, αυξάνοντας τόσο την ικανοποίηση τους από την συνεπαγόμενη ευμάρεια και ευτυχία που αυτά τους προκαλούν, όσο και την παραγωγική του δυνατότητα, αφού αποκτούν καλύτερες προϋποθέσεις οικονομικής ανάπτυξης των ιδίων, της κοινότητας που εγκαταβιούν και της τοπικής αλλά και εθνικής τελικά οικονομίας της χώρας.
Παράλληλα η οικονομική ζωή στην ΣΕΔοκρατία δίνει πολλαπλές δυνατότητες ανάπτυξης πολλών υβριδικών μορφών οικονομίας με πολλές καινοτομίες στους διαφορετικούς νομούς, που αποτελούν τα πρωτοβάθμια κέντρα αυτοτελούς οικονομικής πολιτικής δηλαδή ο πληθυσμός τους κατά τεκμήριο καλύπτει με τα επαγγέλματα που ασκεί όλες τις βασικές του ανάγκες σε παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών. Ταυτόχρονα μπορούν εύκολα να αναδειχθούν στην οικονομική ζωή των ΣΕΔ ανταλλακτικά συστήματα οικονομίας, δηλαδή συστήματα ΜΝΑ, που είναι τα αρχικά των λέξεων Μη Νομισματικές Ανταλλαγές , όρο που ο συγγραφέας χρησιμοποιεί από το 1985 προς τιμή του αρχαίου Αθηναϊκού νομίσματος μνα, που σηματοδοτεί και την αντίληψη της ολοκληρωμένης τοπικής οικονομίας, όπως εφαρμόστηκε επιτυχημένα στην αρχαία Αθήνα και τις άλλες Πόλεις – Κράτη της κλασσικής ιστορικής περιόδου του ελληνισμού.