Ζούμε μια μετάλλαξη της κλασσικής τυραννίας, που εμφανίζεται με μανδύα δημοκρατικότητας, πίσω από τον οποίον κρύβεται ένας άγνωστος τύραννος. Οι πολιτικοί λειτουργούν ως μαριονέτες του, ενώ το πολίτευμα θέτει τους όρους συμμετοχής του κοινού στην παράσταση. Τα δικαιώματα του κοινού περιορίζονται στο να επιλέγουν μαριονέτες.
Ζούμε τη σκληρότερη μορφή τυραννίας όλων των εποχών, που περιβάλλεται από έναν προστατευτικό ολιγαρχικό μανδύα, ο οποίος με τη σειρά του περιβάλλεται από έναν παραπλανητικό μανδύα δημοκρατικότητας. Στόχος της, η αφαίμαξη και δουλοποίηση των πολιτών. Πολιτικοί, κεφαλαιοκράτες και δικαστικοί, που συγκροτούν τον προστατευτικό ολιγαρχικό μανδύα, αποτελούν το μέσο. Οι δημοκρατικές αξίες, το δόλωμα. Οι πολίτες, τα θύματα. Ενώ το κέντρο, παραμένει αφηρημένο και αόρατο, όπως ο Θεός…
Ζούμε μια τυραννία, που αποβλέπει στην επιβολή μεγάλων φόρων και στην απορρόφηση των περιουσιών των πολιτών, δίχως πλέον να νοιάζεται ούτε για την κατασκευή μεγάλων έργων, αφού τα δημόσια έσοδα εξαντλούνται άνετα στις κεφαλαιοποιήσεις κάποιων ιδιωτικών τραπεζών.
Ζούμε πλέον μια τυραννία με αποκλειστικά εισπρακτικό χαρακτήρα. Ο ρόλος των πολιτικών και των κρατικών λειτουργών, έχει περιοριστεί σε μια αθέμιτη, παράλογη και καταστροφική είσπραξη φόρων, δίχως καμία υποχρέωση λογοδοσίας. Δίχως καμία υποχρέωση ανταπόδοσης και δίχως καμία ανάληψη ευθύνης. Ζούμε υπό ένα τυραννικό καθεστώς που συγκεντρώνει όλα τα χαρακτηριστικά ενός καθεστώτος κατοχής. Διότι μόνον στις κατεχόμενες χώρες, η εξουσία δεν υποχρεούται να τηρεί το σύνταγμα και το διεθνές δίκαιο, και δύναται να εκβιάζει με κάθε τρόπο τους πολίτες δίχως να επιβαρύνεται με καμία νομική ευθύνη.
Η ΠΡΟΤΑΣΗ
Δεν θα αναλωθώ στην περιγραφή της υπάρχουσας κατάστασης, που είναι πλέον γνωστή σε όλους μας, για να περάσω στον τρόπο θεραπείας. Αφού κύρια αιτία της πολιτικής ασθένειας είναι η ανευθυνότητα, η μέθοδος θεραπείας παρουσιάζεται αναλυτικά στην παρακάτω πρόταση που παρουσιάζεται ως ένα κίνημα για την ελευθερία και τη δημιουργία μιας δημοκρατικής και υπεύθυνης Πολιτείας, που λειτουργεί προς όφελος των πολιτών της.
ΟΡΙΣΜΟΙ:
Η Πολιτεία (ή κράτος), είναι μία ένωση προσώπων. Ο ορθός ορισμός θα βοηθήσει να απαλλαγούμε από παρερμηνείες της μορφής ότι το κράτος είναι «ένα σύστημα εξουσίας». Το «κράτος», ή ο «δήμος», ή η «πολιτεία», είναι εξ αρχής μία ένωση προσώπων, μία ένωση πολιτών, που αποφασίζουν από κοινού να δημιουργήσουν ένα σύστημα αυτοοργάνωσης, επίλυσης των μεταξύ τους διαφορών, διαχείρισης των πόρων, προστασίας από εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς και εν τέλει με μία λέξη: «ένα σύστημα διακυβέρνησης».
Από πουθενά δεν προκύπτει ότι το σύστημα αυτό έχει τη δικαιοδοσία να ασκεί εξουσία στους πολίτες. Εξουσία ασκεί εξ’ ορισμού, μόνον ένα κράτος κατακτητής επί των κατακτημένων. Το γεγονός ότι οι σημερινοί πολιτικοί ασκούν εξουσία στους πολίτες, οφείλεται στην κατάχρηση της λαϊκής εντολής που λαμβάνουν κατά τις εκλογές, και όχι στην ορθή λειτουργία ενός δημοκρατικού κράτους. Ο ρόλος των πολιτικών είναι να λύνουν τα προβλήματα των πολιτών και όχι να τους εξουσιάζουν. Ο ισχυρισμός αυτός άλλωστε προκύπτει από το σύνταγμα, που ορίζει στο πρώτο άρθρο του ως «θεμέλιο του δημοκρατικού πολιτεύματος» τη «λαϊκή κυριαρχία». Κατά λέξη:
«Άρθρο 1
- Το πολίτευμα της Ελλάδας είναι ……………… Δημοκρατία.
- Θεμέλιο του πολιτεύματος είναι η λαϊκή κυριαρχία.
- Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το Λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα.»
Σύμφωνα με το σύνταγμά μας λοιπόν, εξουσία ασκούν οι πολίτες στους πολιτικούς και όχι το αντίθετο. Διότι οι πολιτικοί είναι υπάλληλοι των πολιτών, στους οποίους έχει ανατεθεί ένας συγκεκριμένος ρόλος. Το γεγονός ότι οι πολιτικοί εκμεταλλεύονται τη θέση τους, αντιστρέφοντας τους ρόλους και ασκώντας εξουσία επί των πολιτών, στοιχειοθετεί «παραβίαση του συντάγματος», «προσβολή του θεμελίου του δημοκρατικού πολιτεύματος» και «κατάχρηση εξουσίας», παραπτώματα για τα οποία πρέπει να λογοδοτήσουν και να δικαστούν.
Το κράτος είναι μία ένωση ελεύθερων πολιτών. Ο ορθός ορισμός θα βοηθήσει να απαλλαγούμε από παρερμηνείες της μορφής ότι το κράτος είναι ένα σύστημα νόμων που περιορίζουν την ελευθερία και στους οποίους οι πολίτες οφείλουν να υπακούν. Η υπακοή των πολιτών προς το κράτος και τους νόμους, δεν αναφέρεται πουθενά στο σύνταγμα. Το σύνταγμά μας ορίζει μόνον την υπακοή των κρατικών λειτουργών, διότι οι κρατικοί λειτουργοί είναι υπάλληλοι των πολιτών που έχουν αναλάβει έναν ρόλο και για το λόγο αυτόν οφείλουν να λειτουργούν σύμφωνα με το ρόλο τους, ή αλλιώς νομότυπα. Οι πολίτες όμως δεν έχουν αναλάβει κανέναν ρόλο, ούτε το ρόλο του νομιμόφρονα, ούτε το ρόλο του υπήκοου, ούτε το ρόλο του φορολογούμενου. Αν τηρούν τους νόμους, οφείλεται στο γεγονός ότι αυτοί αποτελούν μία μεταξύ τους συμφωνία που εξυπηρετεί τη βελτίωση των μεταξύ τους σχέσεων, την απόδοση της δικαιοσύνης, την ασφάλεια, την κοινωνική, οικονομική και πολιτιστική ευημερία.
Στην περίπτωση όμως του ελληνικού κράτους, υπάρχουν νόμοι από το 1821 που βρίσκονται ακόμη σε ισχύ, παρά το γεγονός ότι δεν αποτελούν μία μεταξύ μας συμφωνία και δεν εξυπηρετούν τις σύγχρονες ανάγκες. Υπάρχουν επίσης νόμοι που μας επιβλήθηκαν δια της βίας από εξωκοινοβουλευτικούς παράγοντες, νόμοι δηλαδή που μας επιβάλλονται με αντιδημοκρατικό τρόπο από δυνάμεις κατοχής. (Αναφέρομαι στα πολυνομοσχέδια των μνημονιακών δεσμεύσεων, που συντάσσονται στην Αγγλική, δεν είναι σύμφωνα με το ελληνικό σύνταγμα και υπογράφονται υπό καθεστώς κομματικής πειθαρχίας από βουλευτές που δεν τους έχουν καν διαβάσει).
Η απόλυτη ισχύς των νόμων, επιβάλλεται μόνον στα απολυταρχικά καθεστώτα.
Ολοκληρωτικό ή απολυταρχικό καθεστώς, σημαίνει πολιτικό καθεστώς όπου οι νόμοι έχουν απόλυτη ισχύ και επιβάλλονται στους πολίτες δια της βίας. Στα ολοκληρωτικά καθεστώτα, οι εξουσίες δεν πηγάζουν πλέον από το λαό, διότι έχουν αποκτήσει μία αδιαπραγμάτευτη αυτοτέλεια. Το ενδεχόμενο να πήγασαν κάποτε από το λαό, δεν πληροί την συνταγματική προϋπόθεση του πρώτου άρθρου του συντάγματός μας, που απαιτεί οι εξουσίες να «πηγάζουν» διαρκώς από το λαό. Σύμφωνα με την απαίτηση αυτή, οι νόμοι είναι συμφωνίες μεταξύ των πολιτών, που εξυπηρετούν κάποιον ιδιαίτερο σκοπό, εφαρμόζονται διότι ο λαός συναινεί στην εφαρμογή τους, και παύουν να εφαρμόζονται όταν πλέον χάνουν τη χρηστικότητα ή την αποτελεσματικότητά τους, ή όταν ο λόγος για τον οποίον συμφωνήθηκαν δεν υπάρχει πλέον.
Στα δημοκρατικά πολιτεύματα οι νόμοι έχουν περιορισμένη ισχύ, ανάλογη προς τη συναίνεση των πολιτών, τη χρησιμότητα και την αποτελεσματικότητά τους. Επίσης για να ισχύει ένας νόμος πρέπει να είναι σύμφωνος με το σύνταγμα. Το γεγονός ότι στην Ελλάδα οι νόμοι τείνουν να αποκτήσουν μία απόλυτη αυτοτέλεια, έχουν τιμωρητικό και εισπρακτικό κυρίως χαρακτήρα παρά ρυθμιστικό, ότι δεν είναι σύμφωνοι με το σύνταγμα, ότι δεν εκφράζουν τη λαϊκή βούληση, ότι δεν γράφονται από τους αντιπροσώπους του ελληνικού λαού αλλά από ξένους γραφειοκράτες, κλονίζει το θεμέλιο του δημοκρατικού πολιτεύματος που απαιτεί:
Οι νόμοι να πηγάζουν άμεσα από το λαό, να υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους, δηλαδή να εξυπηρετούν τις πραγματικές ανάγκες του και να ασκούνται όπως ορίζει το σύνταγμα. Υπενθυμίζω ότι πουθενά το σύνταγμά μας δεν αναφέρει ότι οι πολίτες οφείλουν υπακοή στους νόμους, για τον απλούστατο κι εμφανέστατο λόγο ότι οι πολίτες δεν είναι υπήκοοι. Για τους ανωτέρω λόγους οι πολιτικοί και οι κρατικοί λειτουργοί, δεν δικαιούνται να επιβάλλουν τους νόμους δια της βίας, ούτε να τιμωρούν με χρηματικά πρόστιμα, αφαίρεση δικαιωμάτων και ποινές φυλάκισης τους πολίτες που λογικά και τεκμηριωμένα δηλώνουν ότι δεν συναινούν στην εκτέλεση κάποιων νομοθετικών διατάξεων. Η άποψη ότι ο πολίτης οφείλει να εκτελέσει τον αντισυνταγματικό νόμο και αν διαφωνεί να προσφύγει έναντι υψηλού κόστους στα διοικητικά δικαστήρια για να κριθεί η διαφωνία του μετά 10 χρόνια, είναι μια άποψη αντιδημοκρατική, που αντιμετωπίζει τον πολίτη ως υπήκοο.
Το δικαίωμα της αντίστασης των πολιτών με κάθε μέσο, σε κάθε προσπάθεια των πολιτικών και των κρατικών λειτουργών να καταλύσουν το σύνταγμα με επιβολή αντισυνταγματικών νόμων, ορίζεται από την ακροτελεύτια διάταξη του συντάγματός μας (άρθρο 120) ως θεμελιώδες δικαίωμα και ως θεμελιώδης νομική υποχρέωση. Οι πολίτες λοιπόν δεν υποχρεούνται να υπακούν στους νόμους, παρά μονάχα στο άρθρο 120 του Συντάγματος που τους υποχρεώνει να αντιστέκονται με κάθε μέσο, όταν οι αντιπρόσωποί του καταχρώνται το ρόλο τους και από υπάλληλοι των πολιτών μετατρέπονται σε εξουσιαστές.
Στα δημοκρατικά πολιτεύματα, οι νόμοι είναι ρευστοί, ισχύουν στο μέτρο που εξυπηρετούν ανάγκες, τροποποιούνται από τους νομοθέτες κατόπιν αιτήματος των πολιτών, και δεν επιβάλλονται με τη βία όταν οι πολίτες αμφισβητούν τεκμηριωμένα τη χρησιμότητά τους.
Το δημοκρατικό κράτος, είναι μια ένωση υπεύθυνων πολιτών.
Η υπεύθυνη συμπεριφορά, αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για τη δημοκρατική λειτουργία του κράτους. Οι νόμοι έχουν σχετική ισχύ, υπό την έννοια ότι οι πολίτες λειτουργούν υπεύθυνα. Κατ’ εξαίρεση, αποκτούν απόλυτη ισχύ και επιβάλλονται δια της βίας μόνον για να ρυθμίσουν συμπεριφορές που σύμφωνα με την πλειοψηφούσα άποψη κρίνονται ως ανεύθυνες και βλαπτικές για το κοινωνικό σύνολο. Και σε τούτη όμως την περίπτωση, η επιβολή του νόμου είναι δημοκρατική αν δίνεται η δυνατότητα στον πολίτη να λογοδοτήσει για τις πράξεις του και να κατανοήσει ότι ο τρόπος σκέψης του λανθάνει. Σε γενικές γραμμές, κανείς δεν δικαιούνται να παρέμβει στον τρόπο σκέψης ενός εξ’ ορισμού ελεύθερου πολίτη, όταν τα αποτελέσματα αυτού του τρόπου δεν βλάπτουν το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον. Η άποψη αυτή κατοχυρώνεται λογικά και νομικά, βάσει της ισχύος των ατομικών δικαιωμάτων, που αναγνωρίζουν το δικαίωμα των πολιτών να προβάλλουν την ιδιαιτερότητά τους, λειτουργώντας κατά παρέκκλιση προς τις γενικά αποδεκτές αξίες και αρχές. Διότι κάθε άτομο είναι μοναδικό και δεν υποχρεούνται να αφομοιώνεται με την κοινή γνώμη του κοινωνικού συνόλου. Μια τέτοια αφομοίωση επιβάλλεται μόνον στα ολοκληρωτικά καθεστώτα, όπου η ισχύς των ατομικών δικαιωμάτων έχει απενεργοποιηθεί.
ΤΑ ΑΤΟΜΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ
Τα ατομικά, κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα, ή συνοπτικά «τα ανθρώπινα δικαιώματα», αποτελούν κανόνες του διεθνούς δικαίου, που έχουν υπερνομοθετική ισχύ και που υποχρεούται να τηρεί κάθε κράτος. Η υπερνομοθετική ισχύς των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καθιστά ανίσχυρο νομικά κάθε κρατικό νόμο που παραβιάζει τα ανθρώπινα δικαιώματα. Επομένως η παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τα κράτη γίνεται παράνομα, ακόμη και στην περίπτωση που αυτή φαίνεται νόμιμη με βάση την εσωτερική κρατική νομοθεσία.
Η αξίωση ενός πολιτεύματος να θεωρείται φιλελεύθερο και δημοκρατικό, προκύπτει απ’ το γεγονός ότι προστατεύει τα θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών, που σύμφωνα με το διεθνώς αποδεκτό αναγκαστικό δίκαιο διακρίνονται σε ατομικά, κοινωνικά και πολιτικά.
Ως κοινωνικά εννοούνται εκείνα εκ των θεμελιωδών δικαιωμάτων, τα οποία έχουν θετικό περιεχόμενο, θεμελιώνουν αξίωση για παροχή ορισμένων υπηρεσιών και αξίωση οικονομικών παροχών (status positivus).
Ως πολιτικά εννοούνται εκείνα εκ των θεμελιωδών δικαιωμάτων, τα οποία διαθέτουν ενεργητικό περιεχόμενο και θεμελιώνουν αξίωση για συμμετοχή του ατόμου στη διοίκηση του κράτους (status activus).
Ως ατομικά εννοούνται εκείνα εκ των θεμελιωδών δικαιωμάτων, τα οποία διαθέτουν αρνητικό περιεχόμενο, διασφαλίζουν τη νομική κατάσταση αρνητικά και θεμελιώνουν αξίωση για αποχή της κρατικής εξουσίας (status negativus).
Από τους ορισμούς αυτούς προκύπτει, ότι η διεκδίκηση των κοινωνικών μας δικαιωμάτων, δηλώνει την εξάρτησή μας προς το κράτος, ενώ η διεκδίκηση των ατομικών μας δικαιωμάτων προβάλλεται ως αίτημα απεξάρτησης από αυτό, ως αίτημα ελευθερίας.
Το κίνημά μας, όπως προκύπτει από τον τίτλο του, είναι κατά βάση ένα κίνημα διεκδίκησης των ατομικών μας δικαιωμάτων, και θεμελιώνει το αίτημά μας στο διεθνές και στο συνταγματικό δίκαιο των οποίων οι διατάξεις έχουν υπερνομοθετική ισχύ. Είναι λοιπόν κατά βάση ένα κίνημα νομικού ακτιβισμού, με στόχο την αναγνώριση της ιδιαιτερότητάς μας, του δικαιώματος να ορίζουμε εμείς τη ζωή μας με βάση τις ατομικές ανάγκες μας, ανεξάρτητα από τις επιβολές της κρατικής εξουσίας.
Θεωρείται δεδομένο, ότι στα δημοκρατικά πολιτεύματα, «όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το Λαό», γνωρίζουμε παρ’ αυτά ότι είναι ανέφικτος ο αυτοκαθορισμός του λαού με ομόφωνη παμψηφία. Για το λόγο αυτόν, θεσπίζεται ως θεμελιώδες δικαίωμα το δικαίωμα της αποχής από την κρατική εξουσία, προς εξασφάλιση των δικαιωμάτων της εκάστοτε μειοψηφίας. Διότι το δικαίωμα της ελευθερίας, δεν είναι δυνατόν να το επικαλείται η πλειοψηφία που καθορίζει τον τρόπο της εξουσίας, καθώς δεν είναι δυνατόν να ζητά να απελευθερωθεί από τις επιλογές της. Σίγουρα όμως σε μια χώρα φιλελεύθερη, δικαιούνται να απελευθερωθούν από τις επιλογές της πλειοψηφίας οι μειοψηφούντες, καθώς και αυτοί σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 2 του Συντάγματος, είναι κυρίαρχοι, και σύμφωνα με την παρ. 3 αποτελούν πηγή εξουσίας.
Η επιβολή της πλειοψηφίας στην μειοψηφία, είναι μια αδυσώπητη μορφή δυναστείας, που δεν αρμόζει σε ένα φιλελεύθερο και δημοκρατικό πολίτευμα. Για το λόγο αυτόν η πλειοψηφία που διαμορφώνει τους τρόπους της εξουσίας, αναλαμβάνει την ευθύνη των πράξεών της, παρέχοντας το δικαίωμα της ανευθυνότητας στην διαφωνούσα μειοψηφία, που κατά συνέπεια δύναται να απέχει από τη θέληση του Κράτους, ορίζοντας με τον δικό της τρόπο την ύπαρξή της.
Το δικαίωμα της ελευθερίας και μη συναίνεσης, στη θέληση του Κράτους που ορίζεται από την πλειοψηφία, κατοχυρώνεται από την βασική διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος που δεν επιδέχεται αναθεώρησης και σύμφωνα με την οποία
«Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας».
Κατά συνέπεια ως πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας ορίζεται ο σεβασμός της διαφορετικότητας, καθώς σε αυτήν έγκειται η ιδιαίτερη αξία του κάθε ανθρώπου που τον καθιστά μοναδικό. Ο σεβασμός και η προστασία της διαφορετικότητας, ορίζονται και από τις διεθνείς συμβάσεις προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων που έχει υπογράψει η χώρα μας, καθώς σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 2 του Συντάγματος, υποχρεούται να ακολουθεί τους γενικά αναγνωρισμένους κανόνες του διεθνούς δικαίου, επιδιώκοντας την εμπέδωση της ειρήνης και της δικαιοσύνης.
Μελετώντας στο δεύτερο μέρος του Συντάγματος, τον τρόπο που ορίζονται τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, διαβάζουμε ότι:
Άρθρο 4 παρ. 1. Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου.
- Οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις.
Αναγνωρίζοντας τα δικαιώματα αυτά ως ατομικά δικαιώματα, αναγνωρίζουμε το δικαίωμα μη συμμετοχής μας σε αυτά, και κατά συνέπεια το δικαίωμα να έχουμε λιγότερα έως καθόλου δικαιώματα και υποχρεώσεις. Παρομοίως το δικαίωμα να είμαστε λιγότερο από ίσοι έως ανύπαρκτοι ενώπιον του νόμου, στην περίπτωση που επιλέγουμε να ανήκουμε σε μια μειοψηφία που ορίζει διαφορετικά την αξία της ζωής, η οποία σε κάθε περίπτωση προστατεύεται από το Σύνταγμα. Για το λόγο αυτό, στο άρθρο 232Α του Π.Κ. επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση ακόμη και η παραβίαση δικαστικών αποφάσεων, μια εξαίρεση που «εξαρτάται από την ύπαρξη στο πρόσωπο του αρνούμενου να συμμορφωθεί ιδιαίτερων προϋποθέσεων, για να ασκήσει τις τεχνικές, καλλιτεχνικές ή επιστημονικές ικανότητές του και η άρνησή του δεν οφείλεται σε δυστροπία του».
Λαμβάνοντας υπόψη τον τρόπο που ορίζονται τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, διακρινόμενα σε ατομικά, κοινωνικά και πολιτικά, συμπεραίνουμε ότι το άρθρο 4 παρ. 5 που ορίζει ότι «Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάση, ανάλογα με τις δυνάμεις τους», αναφέρεται σε ένα κοινωνικό και πολιτικό μας δικαίωμα, και όχι σε μια ατομική υποχρέωση που επιβάλλεται μάλιστα δια της καταναγκαστικής υπακοής! Αυτό είναι αυταπόδεικτο και από το γεγονός, ότι το άρθρο 4 ανήκει στο δεύτερο μέρος του Συντάγματος που ορίζει τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα και όχι τις υποχρεώσεις μας!. Η συμμετοχή λοιπόν στα δημόσια βάση, αποτελεί δικαίωμα, και όχι υποχρέωση όπως λανθασμένα έχουν αντιληφθεί οι σύγχρονοί μας πολιτικοί και δικαστές.
Επαναφέρω τους ορισμούς των δικαιωμάτων για να γίνει ευκολότερα κατανοητό, ότι η συμμετοχή στα δημόσια βάρη, δεν είναι ούτε ατομικό, ούτε κοινωνικό δικαίωμα, αλλά ένα δικαίωμα αμιγώς πολιτικό, καθώς μόνον ως πολιτικό δικαίωμα μπορεί να οριστεί η αξίωση για συμμετοχή του υποκειμένου στην κρατική εξουσία.
Ως κοινωνικά εννοούνται εκείνα εκ των θεμελιωδών δικαιωμάτων, τα οποία έχουν θετικό περιεχόμενο, θεμελιώνουν αξίωση για παροχή ορισμένων υπηρεσιών και αξίωση οικονομικών παροχών (status positivus).
Ως πολιτικά εννοούνται εκείνα εκ των θεμελιωδών δικαιωμάτων, τα οποία διαθέτουν ενεργητικό περιεχόμενο και θεμελιώνουν αξίωση για συμμετοχή του υποκειμένου του στην κρατική εξουσία (status activus).
Ως ατομικά εννοούνται εκείνα εκ των θεμελιωδών δικαιωμάτων, τα οποία διαθέτουν αρνητικό περιεχόμενο, διασφαλίζουν τη νομική κατάσταση αρνητικά και θεμελιώνουν αξίωση για αποχή της κρατικής εξουσίας (status negativus).
Το δικαίωμα της φορολόγησης, μπορούν να αξιώσουν μόνον όσοι «διαθέτουν ενεργητικό περιεχόμενο και θεμελιώνουν αξίωση για συμμετοχή τους στην κρατική διοίκηση». Γενικά, οι ενεργοί πολίτες, που διαμορφώνουν τον τρόπο διοίκησης του κράτους. Το δικαίωμα της φορολόγησης, γίνεται αντιληπτό ως δικαίωμα να διαμορφώσουν με τα χρήματά τους το παρόν και το μέλλον της χώρας τους, που εξειδικεύεται σε δικαίωμα διαμόρφωσης του παιδαγωγικού συστήματος, του νομικού συστήματος, του οικονομικού συστήματος, των αρχιτεκτονικών προτιμήσεων, της εξωτερικής πολιτικής κλπ. Το δικαίωμα αυτό βέβαια δημιουργεί και μια κοινωνική υποχρέωση, καθώς οι αξιώνοντες κοινωνικά δικαιώματα, θεμελιώνουν αξίωση για παροχή ορισμένων υπηρεσιών και οικονομικών παροχών από τους κρατούντες. Μόνον υπ’ αυτόν τον όρο, το δικαίωμα της συμμετοχής στα δημόσια βάρη μπορεί να εννοηθεί και ως υποχρέωση (ενώ κατά βάση ορίζεται ως αξίωση συμμετοχής)
Από τον ορισμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων συνεπάγεται, ότι υποκείμενα της φορολογίας μπορούν να θεωρηθούν μόνον τα άτομα που θεμελιώνουν αξίωση για συμμετοχή στην κρατική εξουσία:
Βάσει της τελευταίας αυτής αξίωσης, το κίνημά μας διεκδικεί πέραν των ατομικών και τα πολιτικά δικαιώματα, που ορίζονται ως δικαιώματα συμμετοχής στη διοίκηση του κράτους. Επομένως τα ανωτέρω δεν θα πρέπει να παρερμηνευθούν ως άρνηση πληρωμής φόρων, αλλά ως διευκρίνιση ότι νομικά η πληρωμή φόρων είναι προαιρετική και ότι αξιώνουμε να συμμετέχουμε στα δημόσια βάρη ανάλογα με τις δυνάμεις μας, υπό την προϋπόθεση ότι θα διαχειριζόμαστε εμείς τη φορολογητέα ύλη ως συνδιαχειριστές του κράτους μας.
ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, ΩΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ
Στα σύγχρονα κράτη, οι πολίτες δεν έχουν πολιτικά δικαιώματα, με εξαίρεση το δικαίωμα επιλογής των αντιπροσώπων τους, δηλαδή μιας ολιγαρχίας που συμμετέχει στην κρατική διοίκηση. Αυτό γίνεται φανερό από την έννοια του πολίτη, η οποία, σύμφωνα με τους ορισμούς του Αριστοτέλη, ορίζεται από τη συμμετοχή στην πολιτική και δικαστική εξουσία:
Ο πολίτης δεν είναι πολίτης με κριτήριο το ότι είναι εγκατεστημένος σε έναν συγκεκριμένο τόπο (γιατί και μέτοικοι και δούλοι μοιράζονται (με τους πολίτες) έναν κοινό τόπο), ούτε (είναι πολίτες) αυτοί που (από όλα τα πολιτικά δικαιώματα) έχουν μόνο το δικαίωμα να εμφανίζονται στο δικαστήριο και ως εναγόμενοι και ως ενάγοντες (γιατί το δικαίωμα αυτό το έχουν και όσοι μοιράζονται (έναν τόπο) χάρη σε ειδικές συμφωνίες)· … Με την ακριβέστερη σημασία της λέξης με τίποτε άλλο δεν ορίζεται τόσο ο πολίτης παρά με τη συμμετοχή του στις δικαστικές λειτουργίες και στα αξιώματα. … Τι είναι λοιπόν ο πολίτης, από αυτά γίνεται φανερό· σε όποιον δηλαδή υπάρχει η δυνατότητα να μετέχει στην πολιτική και δικαστική εξουσία λέμε ότι είναι πια πολίτης της συγκεκριμένης πόλης και πόλη από την άλλη είναι, για να το πούμε γενικά, το σύνολο από τέτοια άτομα, που είναι αρκετό για την εξασφάλιση της αυτάρκειας στη ζωή τους.
Αριστοτέλους, Πολιτικά, Γ1, 3-4/6/12
http://latistor.blogspot.com/2013/10/blog-post_2743.html#ixzz3lqDiECYB
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι τα σύγχρονα κράτη δεν κατοικούνται από πολίτες αλλά από μέτοικους και δούλους, αφού πολιτικά δικαιώματα έχει μόνον μια μικρή ολιγαρχία. Απλώς οι μέτοικοι και δούλοι, έχουν το δικαίωμα να επιλέγουν μέρος της ολιγαρχίας (τους πολιτικούς) ενώ μέρος αυτής (οι δικαστικοί) είναι ισόβιοι όπως οι μονάρχες.
Σύμφωνα με τις θέσεις του κινήματός μας, η διαχείριση της Πολιτείας πρέπει να γίνεται από το πλήθος των πολιτών της και όχι από μια μειοψηφία που υφαρπάζει τα πολιτικά μας δικαιώματα δια της ψήφου. Παραθέτω σχετικό απόσπασμα από τα Πολιτικά του Αριστοτέλη, στο οποίο τίθεται το ερώτημα:
Πρέπει το πλήθος των πολιτών να ασκεί την πολιτική εξουσία;
«Η άποψη ότι την εξουσία στην πόλη πρέπει μάλλον να την ασκεί το πλήθος παρά οι άριστοι που είναι λίγοι, νομίζω ότι μπορεί να συζητηθεί —με το νόημα ότι είναι μια άποψη που παρουσιάζει, βέβαια, κάποιες δυσκολίες, που περιέχει όμως ίσως και κάποια αλήθεια. Για το πλήθος μπορεί κανείς να πει τούτο: το κάθε επιμέρους άτομο μπορεί να μην είναι τίποτε το αξιόλογο, ενωμένοι όμως όλοι μαζί είναι ενδεχόμενο να είναι, όχι σαν άτομα αλλά σαν σύνολο, καλύτεροι από εκείνους —όπως ακριβώς τα δείπνα που γίνονται με τη συνεισφορά πολλών είναι καλύτερα από εκείνα που γίνονται με έξοδα ενός μόνο ανθρώπου. Πολλοί καθώς είναι, ο καθένας διαθέτει ένα μόριο αρετής και φρόνησης, και έτσι, ενωμένοι οι πολλοί γίνονται, κατά κάποιο τρόπο, ένας άνθρωπος με πολλά πόδια, με πολλά χέρια και με πολλές αισθήσεις —και με ανάλογη, βέβαια, αρετή και εξυπνάδα. Γι’ αυτό και οι πολλοί είναι σε θέση να κρίνουν καλύτερα τα έργα της μουσικής και των ποιητών: ο ένας κρίνει ένα μέρος, ο άλλος ένα άλλο, και όλοι μαζί το σύνολο….»
Αριστοτέλους, Πολιτικά, Γ 11, 1-4
http://latistor.blogspot.com/2013/10/blog-post_2743.html#ixzz3lqELHhIK
Ένα από τα ωραιότερα φιλοσοφικά κείμενα της ιστορίας, που παρουσιάζει τη δύναμη του κοινωνικού συνόλου, που αν οργανωθεί πολιτικά, λειτουργεί ως αδιάσπαστο σώμα.
Σύμφωνα λοιπόν με τις θέσεις του κινήματός μας, οι πολίτες που σήμερα αντιμετωπίζονται ως μέτοικοι και δούλοι, πρέπει να διεκδικήσουν τα πολιτικά τους δικαιώματα, δια της οργάνωσής τους σε ένα ενιαίο πολιτικό σώμα, και όχι δια της οργάνωσης σε πολιτικά κόμματα, που ως γνωστό λειτουργούν διασπαστικά αποσυνθέτοντας τον κοινωνικό ιστό προς όφελος των εκμεταλλευτών του.
ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, ΩΣ ΚΙΝΗΜΑ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ
Ο λόγος που σήμερα οι πολίτες είναι ανοργάνωτοι, οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι αγνοούν τον εαυτό τους, τη δύναμή τους και καθ’ επέκταση τα δικαιώματά τους. Ευτυχώς στις μέρες μας, τα ανθρώπινα δικαιώματα έχουν αναγνωριστεί από τα περισσότερα κράτη, και έχουν διατυπωθεί σε νομοθετικές διατάξεις που τα κράτη υποχρεούνται να τηρούν. Δεν μένει λοιπόν παρά να γνωρίσουμε τα δικαιώματά μας και να τα ενεργοποιήσουμε. Όταν αυτό γίνει συλλογικά, η ολιγαρχία της εξουσίας που τα παραβιάζει σκοπίμως, θα δυσκολευτεί να συνεχίσει την παραβίαση, πρώτον διότι πλέον δεν θα το επιτρέπουμε και δεύτερον διότι η παραβίαση των δικαιωμάτων μας είναι πράξη παράνομη.
Η προστασία των δικαιωμάτων μας προβλέπεται από πολλές διεθνείς συμβάσεις, όπως η διακήρυξη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του ΟΗΕ, το Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), ο Χάρτης των θεμελιωδών Δικαιωμάτων κ.α. Επίσης προβλέπεται από το ελληνικό Σύνταγμα και από πολλούς οργανισμούς, όπως ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών, Η Ελληνική Ένωση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ), το ελληνικό δικαστικό σύστημα, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κ.α. Παρ’ αυτά η ισχύς των δικαιωμάτων μας έχει απενεργοποιηθεί, κυρίως διότι οι πολίτες παραμένουν ανενεργοί και δεν διεκδικούν τα δικαιώματά τους.
Επομένως η ουσιαστική προστασία των δικαιωμάτων μας είναι δυνατή, μέσα από ένα κίνημα ενημέρωσης και διεκδίκησης, από ένα κίνημα πολιτών εστιασμένο στην ελευθερία.
ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, ΩΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ
Η διεκδίκηση της ελευθερίας μας θα είναι αποτελεσματική, αν θεμελιωθεί σε μια εργασία για την εσωτερική μας απελευθέρωση, από ιδεοληψίες και προκαταλήψεις που εμφύτευσαν μέσα μας οι εκμεταλλευτές μας. Διότι η εκμετάλλευση ανθρώπων από άνθρωπο, ευδοκιμεί υπό την προϋπόθεση ότι οι εκμεταλλευόμενοι έχουν αποδεχθεί αυτό το γεγονός, είτε μοιρολατρικά, είτε από αδυναμία, είτε από φόβο, είτε από ιδεοληψίες και προκαταλήψεις δια των οποίων το γεγονός αυτό θεωρείται φυσιολογικό.
Για πολλούς για παράδειγμα, θεωρείται φυσιολογικό να λειτουργούν ως «δούλοι Θεού». Υπό την επήρεια αυτής της ιδεοληψίας, θεωρούν φυσιολογικό να λειτουργούν και ως δούλοι των «αντιπροσώπων του Θεού», ευρύτερα των «αντιπροσώπων» και των ειδημόνων, και γενικά ως «δούλοι» κάποιου. Η ιδεοληψία αυτή, θρησκευτική κατά βάση, σπέρνει στο εσωτερικό των πολιτών τον ιό της θυματοποίησης, μολύνει τη σκέψη, με αποτέλεσμα οι μολυσμένοι να αισθάνονται κατώτεροι κάποιων, να βλέπουν κάποιους ως ανώτερους, να αισθάνονται ανίσχυροι να ορίσουν τη ζωή τους, να ελπίζουν σε κάποιους «σωτήρες», επαφίοντας τη ζωή τους σε αυτούς.
Παρομοίως, το εκπαιδευτικό σύστημα, καλλιεργεί την ιδεοληψία της «αυθεντίας» και του «ειδήμονα», που πάντα γνωρίζει περισσότερα από τον κοινό νου, και για το λόγο αυτόν ο κοινός νους θα πρέπει να υιοθετεί τις σκέψεις και προτάσεις εκείνου. Δια της παιδαγωγικής οδού, εμφυτεύεται και πάλι στο εσωτερικό των πολιτών ο ιός της θυματοποίησης, μολύνει τη σκέψη, με αποτέλεσμα οι μολυσμένοι να αισθάνονται κατώτεροι κάποιων, να βλέπουν κάποιους ως ανώτερους, αν αισθάνονται ανίσχυροι να ορίσουν τη ζωή τους, να ελπίζουν ότι κάποιοι ειδήμονες θα λύσουν τα προβλήματά τους, (προβλήματα υγείας, οικονομικά, πολιτικά), επαφίοντας σε αυτούς τη ζωή τους.
Κατ’ αυτό τον τρόπο, οι πολίτες παραιτούνται από τα πολιτικά τους δικαιώματα, θεωρώντας εκ προκαταλήψεως πως κάποιοι άλλοι μπορούν να διαχειριστούν καλύτερα τη διακυβέρνηση της χώρας. Η προκατάληψη αυτή συνεχίζει να ισχύει ακόμη και όταν είναι πασίδηλο εκ των γεγονότων ότι οι «ειδήμονες» και «σωτήρες» οδηγούν τη χώρα στον όλεθρο.
Κατά συνέπεια, η πολιτική απελευθέρωση από τους δυνάστες μας, προϋποθέτει μία εσωτερική απελευθέρωση, που ως διαδικασία είναι κατά βάση φιλοσοφική.
Άρθρο του Ιωάννη Αλκαίου
Πηγή: Facebook – Πλατφόρμα Συγκρότησης Δημοκρατίας