Aπόσπασμα από το υπό έκδοση βιβλίο του υποψήφιου Ευρωβουλευτή Γιώργου Λ. Κόκκα.
Ένας από τους λόγους που κατέρρευσε στη συνείδηση των ελλήνων το διδακτορικό καθεστώς της 7ετους χούντας 1967-74 ήταν η κατάσταση στην οποία βρέθηκε ο ελληνικός στρατός στην επιστράτευση του Ιούλιου το 1964 λίγο πριν εκδηλωθεί η επίθεση του πρώτου “Αττίλα” στην Κύπρο, που διέψευσε τις ελπίδες ότι ακόμα και μια στρατιωτική κυβέρνηση θα μπορούσε να είχε οργανώσει καλύτερα το στράτευμα και τις ανάγκες του από οποιαδήποτε πολιτική κυβέρνηση. Κατά τα 40 χρόνια της μεταπολίτευσης (1974-2014) η εθνική άμυνα ουδόλως βελτιώθηκε κατά τα φαινόμενα, αφού το συγκεντρωτικό κεντρικό κράτος την είδε σαν προνομιακό πεδίο για “αγορές του αιώνα” αεροσκαφών, για αγορά υποβρυχίων που γέρνουν και σορία ελαττωματικών προμηθειών των ενόπλων δυνάμεων, που κατά βάση οι διάφοροι πολιτικοί και κυβερνήσεις εκμεταλλεύονται το αναγκαίο απόρρητο αυτών των προμηθειών για να εισπράττουν τεράστιες μίζες τόσο ενδιάμεσοι υπάλληλοι του υπουργείου εθνικής άμυνας όσο και πολιτικοί προϊστάμενοι αυτών και επιτελείς στρατιωτικοί, χωρίς να μπορούν να προασπίσουν την εθνική ακεραιότητα και τα δίκαια της χώρας μας, ιδίως τα θαλάσσια σύνορα με βάση τις διεθνείς συνθήκες, όπως αποδείχθηκε επανειλημμένα με τις ευχαριστίες του πρωθυπουργού Σημίτη το 1997 στους Αμερικάνους επειδή απέτρεψαν τον πόλεμο και από την συνεχή μειοδοτική στάση έναντι των εξωτερικών απειλών όλων των κυβερνήσεων κάθε κομματικής μορφής. Το συμπέρασμα από τις λίγες αυτές εισαγωγικές παρατηρήσεις είναι ότι η άμυνα της Ελλάδας δεν πρέπει να βασίζεται μόνο στις κεντρικές πολιτικές του υπουργείου εθνικής άμυνας αλλά και σε συνδυασμένες επιλογές των τοπικών κοινωνιών των πόλεων και νομών της παραμεθορίου και ιδίως των νησιών του ανατολικού Αιγαίου και των νομών της Ηπείρου.
Βέβαια η δομή του ΣΕΔοκρατικού πολιτεύματος στην Ελλάδα αφήνει ειδικά την εθνική άμυνα και την εξωτερική πολιτική όπως και την δημόσια υγεία και την περιβαλλοντολογική πολιτική στις αρμοδιότητες του κεντρικού κράτους , αντίθετα από όλες τις άλλες αρμοδιότητες που κυρίως ασκούνται από τις πόλεις – νομούς της χώρας και από τις κοινότητες εντός των νομών. Αυτό όμως δεν αποτρέπει τους δομημένους νομούς να ασκούν εκ παραλλήλου και πάντα συντονισμένα πρωτοβουλίες υπεράσπισης του εδαφικού τους χώρου και να μπορούν να ελέγχουν καλύτερα τις ανάλογες επιλογές του κεντρικού κράτους σε προμήθεια όπλων, αρμάτων μάχης , πυραυλικών συστημάτων και ότι άλλο χρειαστεί (ιδίως αμφίβια μέσα μεταφοράς στρατιωτικού προσωπικού και μέσα αεράμυνας) πάντα σε αγαστή συνεργασία με των αυτοδιοικητικών επιλογών παλλαϊκής άμυνας με τις εθνικές στρατηγικές του Πενταγώνου, ώστε να μεγιστοποιείται η πλήρης υπεράσπιση όλων των χερσαίων , θαλάσσιων και εναέριων συνόρων μας . Δηλαδή θα λειτουργεί ένας ενιαίος αμυντικός χώρος, όπως συνέβη για σειρά αρκετών ετών μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου και μόνο όταν αυτός ό ενιαίος αμυντικός χώρος λειτουργούσε υπήρξαν ευέλικτες επιλογές και βελτιώσεις της εθνικής άμυνας τη Ελλάδας. Άλλωστε είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα της προμήθειας του αντιπυραυλικού συστήματος S-300 από τους Ρώσους που έκανε η Κύπρος σε κάποια από τις πολλές δύσκολες χρονικές περιόδους που δεχόταν απειλές της Τουρκίας και τελικά τα συστήματα αυτά δόθηκαν στην Ελλάδα η οποία ουδέποτε θα τα είχε προμηθευτεί με βάση τις δεσμεύσεις της και την ένταξη στο ΝΑΤΟ και τους άλλους δυτικούς αμυντικούς μηχανισμούς, αλλά εξυπηρετούν εξαιρετικά την εθνική άμυνα της χώρας μας. Γενικά οι σχέσεις Κύπρου και Ελλάδας και όχι μόνο στα θέματα εθνικής άμυνας μπορούν να θεωρηθούν μοντέλο και παράδειγμα χαρακτηριστικό για το πώς μπορεί να λειτουργεί το πολίτευμα της ΣΕΔοκρατίας. Στη χώρα μας αν υποτεθεί ότι είχε γίνει ένωση της Κύπρου με τη Ελλάδα παλαιότερα αλλά στην πράξη η Κύπρος αυτοδιοικείται κατά τον ίδιο τρόπο που θα μπορούν να αυτοδιοικούνται και όλες οι περιφέρειες και οι νομοί της Ελλάδας στο ΣΕΔοκρατικο πολίτευμα.
Συνεπώς γίνεται φανερή η αξία μια τέτοιας πολυδιάστατης επιλογής αμυντικών δυνατοτήτων από διάφορα κέντρα της χώρας σε συνδυασμό και με την αυτονόητη δυνατότητα των πολιτών να είναι ταυτόχρονα οπλίτες, δηλαδή να φέρουν τον ατομικό τους οπλισμό στις κατοικίες τους, όπως συμβαίνει στην Ελβετία και στο Ισραήλ, που είναι όρος απαράβατος για να έχει μια μικρή χώρα την δυνατότητα πραγματικής αποτροπής κινδύνου και όχι να ικετεύει τις εκάστοτε μεγάλες δυνάμεις για προστασίας της. Φυσικά οι λειτουργούσες σύγχρονες εκκλησίες του δήμου και τα δημοβούλια πολιτών σε κάθε νομό της χώρας αλλά και με ομοσπονδιακές δομές σε κεντρικό επίπεδο θα καθορίζουν με σαφήνεια τις ειδικότερες εθνικές αμυντικές επιλογές της χώρας.